-
1 μανίκι
τό1) рукав (платья); 2) ручка, рукоятка (ножа, зонтика); 3) морока, трудное, хлопотное дело -
2 μανίκι
[маники] ουσ. о. рукав.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μανίκι
-
3 μανίκι
[маники] ουσ ο рукав. -
4 μανίκι
1) bague2) douille3) manche -
5 μανίκι
1) rękaw (m) rzecz.2) tuleja (f) rzecz. -
6 μανίκι
1) objímka2) rukáv -
7 μανίκι
sleeveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μανίκι
-
8 manche
μανίκι -
9 rukáv
μανίκι -
10 sleeve
μανίκι -
11 rękaw
μανίκι -
12 tuleja
μανίκι -
13 рукав
рукав м 1) (одежды) το μανίκι 2) (реки) о βραχίονας* * *м1) ( одежды) το μανίκι2) ( реки) ο βραχίονας -
14 рукав
1. (одежды) η περιχειρίδα, разг. το μανίκι 2. (шланг для подачи жидкости, сыпучих материалов и т.п.) о ελαστικός σωλήνας, η μάνικαармированный - οπλισμένος -, ενισχυμένος -3. (ответвление, отходящееот главного русла реки) о βραχίονας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рукав
-
15 запонка
запонкаж τό κουμπί γιά μανίκι (для манжеты)/ τό κουμπί τοῦ γιακά, τό κουμπί τοῦ κολλάρου (для воротничка). -
16 приметывать
приметыватьнесов τρυπώνω:\приметывать рука́в τρυπώνω τό μανίκι. -
17 рукав
рукавм1. (одежды) τό μανίκι·2. (реки) ὁ βραχίονας [-ων]·3. (пожарный) ὁ σωλήν [-ας]· ◊ делать что-л. спустя \рукава κάνω κάτι πρόχειρα, δουλεύω μέ τό στανιό, δουλεύω ἀπρόθυμα. -
18 тормошить
тормошитьнесов прям., перен τραβώ, τραβολογώ, συχνοτραβώ, φορτώνομαι/ ἐνοχλώ (надоедать):\тормошить за рукав τραβώ ἀπ· τό μανίκι. -
19 удлинить
удлинитьсов, удлинять несов μακραίνω, ἐπιμηκύνω/ παρατείνω (срок):\удлинить рукав μακραίνω τό μανίκι. -
20 ухватываться
ухватывать||ся1. (за что-л.) ἀρπάζομαι, πιάνομαι/ κρατιέμαι, συγκρατιέμαι (удерживаться):\ухватыватьсяся за рука́в κρατιέμαι ἀπ' τό μανίκι· \ухватыватьсяся за перила πιάνομαι ἀπ' τά κάγκελα·2. перен δράττομαι.
См. также в других словарях:
μανίκι — το (Μ μανίκιον και μανίκιν και μανίκι) 1. το μέρος τού ενδύματος που καλύπτει το χέρι, χειρίδα 2. το μέρος από το οποίο μπορεί να κρατήσει ή να χειριστεί κάποιος ένα όργανο, η λαβή, το χερούλι ενός εργαλείου ή δοχείου («το μανίκι τού μαχαιριού»… … Dictionary of Greek
μανίκι — το (λ. λατ.) 1. το μέρος των ρούχων γύρω από τα χέρια: Σκίστηκε το μανίκι της μπλούζας μου. 2. η λαβή του μαχαιριού: Κρατούσε απειλητικά το μαχαίρι από το μανίκι. 3. μτφ., κάτι πολύ δύσκολο: Αυτό το μάθημα είναι μανίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανικώνω — [μανίκι] 1. ράβω μανίκια σε ένδυμα 2. προσθέτω λαβή σε όργανο ή σε σκεύος, εφαρμόζω λαβή … Dictionary of Greek
αμάνικος — (I) η, ο [μανίκι] (κυρίως για ρούχα) αυτός που δεν έχει μανίκια. (II) η, ο [μανίκι] αυτός (π. χ. μαχαίρι) που δεν έχει λαβή … Dictionary of Greek
μανίκα — η [μανίκι] μεγάλο και φαρδύ μανίκι … Dictionary of Greek
μανικοκάπι — το 1. το μανίκι τής κάπας 2. φρ. «έχει την τράπουλα στο μανικοκάπι» λέγεται για μανιώδη χαρτοπαίκτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανίκι + κάπα] … Dictionary of Greek
φαρδομάνικος — η, ο, Ν 1. (για ένδυμα) αυτός που έχει φαρδιά μανίκια 2. το ουδ. ως ουσ. το φαρδομάνικο α) πλατύ μανίκι ενδύματος, ιδίως ράσου β) ένδυμα με φαρδιά μανίκια, ράσο 3. παροιμ. φρ. «καλά ν τα φαρδομάνικα, μα ν για τους δεσποτάδες» δηλώνει ότι πολλοί… … Dictionary of Greek
Mangas — This article is about the social group in the Belle Époque era. For Japanese comics, see manga. For the district of the Ancash Region in Peru, see Mangas District. Manges (Greek: μάγκες [ˈma(ɲ)ɟes], sing.: μάγκας mangas [ˈma(ŋ)ɡas]) is the name… … Wikipedia
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
κοντομάνικος — η, ο (για ρούχα) αυτός που έχει κοντά μανίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + μάνικος (< μανίκι), πρβλ. μακρυ μάνικος, μαυρο μάνικος] … Dictionary of Greek